υποσμία

υποσμία
η мед. недостаточное обоняние

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υποσμία" в других словарях:

  • υποσμία — η, Ν ιατρ. ελάττωση τής οσφρητικής ικανότητας, υποσφρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οσμία (< οσμή), πρβλ. δυσ οσμία] …   Dictionary of Greek

  • υποσμία — η (ιατρ.), ελάττωση της οσφρητικής ικανότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποσφρησία — η, Ν ιατρ. υποσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + όσφρηση] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»